Ιωάννης Μιχ. Δογάνης
Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος
Γ.ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μια αξιόλογη ομιλία του Καθηγητού
κ. Ν. Σκανδάλη για το έργο του
Μέρος 1όν
Δεν τον γνώριζα τον ποιητή Καλομενόπουλο προσωπικά καθόλου, μόνο από μερικά του στιχουργήματα που έτυχε να πέσουν στα μάτια μου ήλθα σε επαφή με το βάθος της πλατείας του διανοήσεως και του ωραίου ποιητικού κόσμου που περικλείει μέσα του.
Τα μάτια μου θαμπώθηκαν από την ακτινοβολία των ηρώων,των ιδεών και της Ρεθυμνιακής του νοσταλγίας και είπα.. να ένας σπουδαίος λογοτέχνης κρυμμένος μέσα στην αρχοντιά του και στην μεγάλη αποθήκη των συλλήψεων του,άγιο και ιερό άνδρο μέσα στο οποίο κανείς βέβηλος δεν έχει το δικαίωμα να τρυπώσει,να το ταράξη και πολύ περισσότερο να το παρουσιάση.
Τον καμάρωνα από μακριά το περασμένο καλοκαίρι χωρίς να ΄χω καμία σχέση μαζί του ίσαμε τη στιγμή που η άξια εκείνη λογοτέχνης Ζερμαίν Μαμαλάκη έκαμε την αξέχαστη διάλεξη για τον Καζαντζάκη και από την δημοσίευση που έκαμα στην διάλεξη της και από συζητήσεις με φίλους εκεί στην αμμουδιά γνωριστίκαμε.
Έκτοτε με δέος αντίκρυζα πλέον την προσωπικότητα του γιατί ήξερα και διαισθανόμουν το ωραίο και υπέροχο φορτίο που κρυβόταν σ'αυτό το τρισχαρούμενο και κλειστό ανθωπάκι με την βαθιά μόρφωση και τις υψηλές ενατενίσεις.
Σου έδιδε την εντύπωση έτσι μικρόσωμος,λιγοφτιασμένος όπως ήταν,ενός κοινού ανθρώπου χωρίς προβληματισμόν και απασχόλησιν με τα πνευματικά ζητήματα.
Νόμιζες πως μπορείς να σταθής κοντά του ως ίσως προς ίσον έτοιμος να συγκρίνεις την μεγαλωσύνη του με την μικρότητα σου, να την βρείς ίση ή και κατώτερη από την γυμνότητα σου πάνω σε ποιητίκα ή λογοτεχνικά ζητήματα.
Και στην συζήτηση,ενώ σε τσάκωνε οτι έχεις μεσάνυχτα σε παραδεχόταν και δεν σε πίκραινε.
Σε συνεβούλευε και σε νουθετούσε και προσπαθούσε πλάγια να σε πείση για να βρής τα σωστά χνάρια.
Σ'αυτήν την υψηλοφροσύνη ο Γιώργης Καλομενόπουλος ήταν άφθαστος και θύμιζε παλαιότερους ποιητάς και λογοτέχνας όπως τον ποιητή του ''Λακριμέ Ρερούμ''τον Δημήτρη Σύψωμο ή τον συγγραφέα του ''Μοιρολογοικού της Φώκιας'',τον Παπαδιαμάντη.
Διεκρίνει τις αρετές του αυτές αμέσως και δειλά δειλά τον άκουα να μιλά για τον Καζατζάκη για τις δυνατότητες της Μαμαλάκη,για τις Κνωσσικές γιορτές στην Αθήνα,για τις παληές συντροφιές στο Ρέθυμνο,για τις πνευματικές προοπτικές της πόλεως,για τις σελίδες του Γιάννη Δαλέντζα,για τις τοποθεσίες και την νεότητα του στην χώρα...
Ήταν όλο μέλι η κουβέντα του και σου'ρχοταν να απολαμβάνεις ηδονικά ώρες ατέλειωτες αχόρταγα την γέυση τους.
Καθόμουν λουφασμένος κι έκπληκτος και καμάρωνα κρυφά τον αρχοντάνθρωπο και ντρεπόμουν για την γύμνια μου,για την αγραματοσύνη μου.
Έννοιωθα όμως υπερηφάνια γιατί καταδεχόταν η ωραία αυτή ψυχή να συζητήση με την δική μου,την άγονη την πεζή την γεμάτη πάθη και οίηση...
Όταν έφυγε απότομα έννοιωσα ένα κενό μέσα μου.
Ένα τουρτούρισμα μελάνιασε το σώμα μου γιατί απορφανίστηκε από την συμπυκνωμένη αυτή προσωποίηση της ζωντανής αρετής που μ'έθρεψε στα πετάγματα μου και με στήριζε στους πνευματικούς χώρους που λαχταρούσα ολοήμερα να βρίσκομαι...
Έφυγε...Έμεινε όμως το ανέκδοτο έργο του που ποθούσα σαν ο τυφλός το φώς να το χαρώ,να το απολάυσω για δική μου χαρά και για την χαρά όλων εκείνων που συγκινούνται με τις μεγάλες ενατένισεις κι απολυτρώνονται στους ποιητικούς χώρους,στους κόσμους που η πεζότητα μαστιγώνεται και τόρβη κλωτσοβολάται.
Μερος 2ον
Ένα μικρό βιβλιαράκι μου χάρισε και μια εφημερίδα που τα καμαρώνω σαν πολύτιμο αγαθό.
Δεν μπορώ παρά να ζηλέψω τον άξιο Γιάννη Δαλέτζα που κρατά μεγάλο ποσόν χειρογράφων έργων του ποιητού και να ευχαριστήσω και τις τοπικές εφημερίδες γιατί δημοσιεύουν πάντα με στοργή τις συλλήψεις,τις αναμνήσεις του στοχαστικού και Ρεθυμνιωτόκαρδου Γιώργη Καλομενόπουλου.
Αυτους τους στοχασμούς όπως τους είδα δημοσιευμένους θα σας παρουσιάσω.Είναι λίγοι και δεν αντιπροσωπεύουν τον έργο του σ' όλο του το πλάτος και μέγεθος.
Δεν μπορούν να αποδώσουν τις μεγάλες συλλήψεις του ποιητή ούτε δίδουν στον ερμηνευτή και αναλυτή του έργου του το δικαίωμα καυχηθεί οτι πατεί γερά στην διεισδυτικότητα του.
Γι'αυτό οτι θα ακούσετε είναι ''το άχτο απόηχο''όπως θάλεγε ο μεγάλος φιλόλογος Συκουτρής μιας συνθέσεως απροσμετρήτου μεγαλείου παρουσιασμένο απο τα χέρια και τον νου ενός ανθρώπου που συνταράσσεται από την γοητεία της χωρίς όμως και είναι εις θέσιν ν'αναζωντανέψη την ακτινοβολία της σ'όλη την μεγαλοσύνη της.
Νοιώθω την αδυναμία μου και τρέμω να κρούσω τις θύρες του πανώρηου ποιητικού κόσμου του αναλυόμενου ποιητού.
Φοβούμαι οτι θα τον πεζοποιήσω,θα τον σκοτώσω,πράγμα που αν το καταφέρω θα αμαρτήσω θανάσιμα.
Γνήσιος ποιητής ο Γιώργης Καλομενόπουλος αναθυμάται τους τόπους της παιδικής του χαράς που σκορπιζόταν ανυπολόγιστη,ασυγκράτητη.Στο υποσυνειδητο του θα μείνει αυτή η νοσταλγία που ξεπετιέται ολόδροση και πραγματική και για αυτό συγκινητική και υπέροχη.
Τ'ανάβλεμμα του στην Περβολιανή αμμουδιά,στους λόφους του Ευ-Λυγιά,στης Φορτέντζας τους αιχμηρούς βράχους και στ' Ατσιποπούλου τις Χαλέπες τον συνταράζει και του δημιουργεί αρμονίες χρωμάτων κι ισολογίες χώρων και τοπίων που τον παρασύρουν στις πιο ρομαντικές συνθέσεις κατάλληλες να εκφράσουν τον βαθύ συγκλονισμό του.
Η πόλις με τους ωραίους τόπους,όπως τους βλέπουμε στο ''χρονικό μιας Πολιτείας''του Πρεβελάκη,στους ''Κρητικούς αντίλαλους'' του Δαλέντζα,στην γνήσια κρητική ποίηση του Σπύρου Λίτινα,με τους μιναρέδες και τα φρούρια είναι η μάγισσα,η ξελογιάστρα πολιτεία που τον οιστρηλατεί και τον μαγέυει με την άφθαστη γοητεία της.
Γίνεται ένα με την μούσα του και τον παρασύρη σε θλιβερούς οραματισμούς που θυμίζουν Λαμαρτίνο.
Τα μνημεία της πλεγμένα με τις χαρές του ποιητού δίδουν στίχους μεγάλης δύνάμεως.
Μέρος 3ον
Παληά χρόνια του Ρεθέμνου
Το Καμπαναριό
Ήταν Μεγάλη Παρασκή--συννεφιασμένη η καρδιά
Παραγγελιά της μάννας μας στην Παναγιά να πάμε
Ποιός να προφτάσει τρέχαμε να σ'ανέβουμε,τα παιδιά
τα σήμαντρα σου ολημερίς θλιμένα να χτυπάμε.
Σαν έφτανε η Ανάσταση τι 'ταν εκείνη η χαρά
που το κορμί μου φτέρωνε και σαν πουλί πετούσε
να φτάσω τις καμπάνες σου να τις χτυπήσω γιορτερά
''Χριστός Ανέστη''χαρωπό ευτύς ως αντηχούσε.
Εγέρασα και ν'ανέβω πια στο κορμί μου δε βολεί
μα μου χα'ι'δέυει την ψυχή κι έτσι που σε θυμούμε
τη θύμηση στρώνω χαλί και εις στο πρώτο σου σκαλί
-νοσταλγικός προσκηνητής- ξαπλώνω και κοιμούμαι.
Ένας πόνος βαθύς και μιά νοσταλγία συντριπτική κυριαρχεί στην ψυχή του ποιητή όταν χαράσση τις γραμμές αυτές.
Μιά κυρίαρχη δύναμη του άψυχου συντρίβει το ποιητικό είναι και το κάνει να ομολογήσει τη νίκη του χρόνου.
Στην αρχή όλο αφέλεια,πεποίθηση στην παντοδυναμία της νιότης,ενθουσιαστίκος και πρόσχαρος γίνεται,καταλύτης ο ίδιος του ωραίου ονείρου που σαν παιδί έζησε.
Ένα μόνο δεν νίκησε.Την πανώρηα ώρα της αθανασίας που ζή το παιδί την στιγμή που πράττει το ακατόρθωτο για το μυαλουδάκι του,το σπουδαίο κι ακατανίκητο για την νοημοσύνη του.
Αυτό το σπουδαίο,το χτύπημα της καμπάνας,συνοδέυει τον ποιητή υποσυνείδητα ,το νοιώθει σαν χάδι της ψυχής που του προκαλεί το ρίγος της υποταγής σαν ηδονή ιδανική κι ατέρμονη ώστε να επιθυμεί ''να ξαπλώνει και να κοιμάται''στο πρώτο σκαλί.
Αυτό το νόμισμα στο σκαλί είναι η τρίσβαθη υποσυνείδητη λαχτάρα κάθε πνευματικού οργωτή να παραμένη στ' ακαταλύτα στρωσίδια του πνέυματος των ιδεατών μορφών και χώρων προς αιώνιαν ικανοποίησιν και διατήρησιν των ωραίων και υπέροχων στιγμών που έζησε.
Το νοιώθει σαν κοντράρισμα στην κατάλυση του χρόνου,σαν νίκη στο φθοροποιό καταπλακωμάτων αθανάτων στοιχείων της ψυχής.
Αυτό το αθάνατο στοιχείο στο ποιήμα του Ρεθέμνου το Καμπανάριο αντιμάθετα το χρόνο και τον καταλύει στην διαδοχή των πνευματικών ανθρώπων.
Μου φαίνεται πως το ποιήμα αυτό μπορεί να πάρει πρώτη θέση στη σειρά των λυρικών μας αριστουργημάτων.
Σ'όλα του τα ποιήματα διακρίνεται διάχυτη η αγάπη του προς την πολιτείαν μας στην ''κομψή'' όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει.
Αυτή η αγάπη του χρυσοντυμένη τ'ατλάζια της ωραίας ψυχής του γίνεται μόνιμο βίωμα που απαιτεί εξωτερίκευση και κυριάρχηση πάνω στα νοήματα του.
Μοιάζει το Ρέθυμνο στην ποίηση του Καλομενόπουλου σαν μια τεράστια πηγή φωτός συμπεκνωμένης ωραιότητος χρωμάτων αρμονιών χώρων που ακτινοβολεί και φωτίζει τα γύρω τοπία και τα καθιστά ετερόφωτα τελειοποιημένα πλάσματα ώστε να καταντούν χρυσοφόροι φάροι που αναπέμπουν φωτιστική και χρωματική αναλαμπή που δυμαμώνει την πρώτη πηγή ώστε να εκπέμπη εκτυφλώτικον πλέον φως σ'όλη την Κρήτη σ'όλη την Ελλάδα.
Αυτή η υποσυνείδητος πίστις τον εξωθεί εις ωραίους λυρισμούς σε εξωτερικέυσεις δηλαδή υποκειμενισμού ντυμένου τον μανδύα της τρυφερότηρος και της στοργής προς οτι είναι έμψυχο ή άψυχο της πολιτείας.
Μέρος 4ον
Τρεχαντηράκι με πανί
Το Ρέθεμνος γλυκοξυπνά ντυμένο στα γαλάζια
Χρυσάνθεμα η χαραυγή στα πόδια του σκορπίζει
Καθρέυτης Βενετσιάνικος της θάλασσας τ'ατλάζια
της Πολιτείας της κομψής τα κάλλη καθρεφτίζει.
Τρεχαντηράκι με πανί καμαρωτό σημώνει
με το μα'ί'στρο αγκαλιαστό που το φυσάει πρίμα
κι η πλώρη παιγνιδίζοντας τριγύρω τη σηκώνει
θαλασσινά αφρολούλουδα,άσπρους ανθούς και κρίνα.
Στέκει η Φορτέτζα δράκοντας κι ακοίμητος Βαρδιάνος
στο τρεχαντήρι αχνογελά και το καλωσορίζει
κι ο Φάρος πάντα ευγενικός- Ιππότης Βενετσιάνος
σκύβει κι' αυτός αρχοντικά και το καλημερίζει.
Προσέξατε κυρίαι και κύριοι τους στίχους αυτούς .
Αυτά τα γαλάζια φορέματα είναι ο συμβολισμός της γαλήνης της ηρεμίας της ασφάλειας που νοιώθει ο ντόπιος κι ο ξένος μέσα στα στενοσόκακα της παληάς πολιτείας.
Το γαλάζιο χρώμα είναι αυτό που κατευνάζει τα νεύρα και προωθεί στην γαλήνη,τα δε χρυσάνθεμα είναι ο βαθύς συμβολισμός της χαράς και της ευτυχίας που υπάρχει στην ποιητική πολιτειούλα της Καλομενοπουλικής μούσας μέσα στον παγερό χειμώνα της πνευματικής δυσκαμψίας των αλλων πόλεων.
Γιατί,τα χρυσάνθεμα είναι λουλούδια του χειμώνα και τα λουλούδια αυτά πολύχρωμα και πολυποίκιλλα όπως είναι εκφράζουν την πολύμορφο χαρά και ευτυχία που κυριαρχεί σ'αυτό που προσφέρονται ανεξάρτητα αν είναι άνθρωπος ή τόπος.
Ο δε χειμώνας,σαν χώρος μέσα από τον οποίο ξεπροβάλλουν τα πολύχρωμα αυτά άνθη είναι το ζοφερό σκοτάδι της πνευματικής παγωνιάς και της ασχήμιας των άλλων χωρών.
Μου φαίνεται οτι έτσι έγινε στο υποσυνείδητο του ποιητού πράγμα που και ο ίδιος πιθανώς το αγνοεί,γιατί τι λόγος υπήρχε να βάλει χρυσάνθεμα την ώρα που υπάρχουν ρόδα και τουλίπες και μενεξέδες;Η δε παρομοίωσις της απεραντωσύνης της θάλασσας σκεπασμένης με ατλάζια,με ολομέταξα δηλαδή σεντόνια,δείχνει την λευκάδα της καρδιάς του ποιητή μέσα στην οποία χαμογελαστή ωραιολούζεται και καμαρώνει η κομψή πολιτεία παίρνει συνείδηση του μεγαλείου της,μεγαλωσύνη και αρχοντιά ταυτόσημη και ομόλογη της υπεροχότητος που κρύβεται στα τρίσβαθα του είναι του στοχαστικού δημιουργού της.
Ο Βενετσάνικος καθρέπτης με την ατλαζένια επιφάνεια του γίνεται το εξαίσιο πλαίσιο που υπερηφανεύεται για το ακατάλυτο είδωλο της πολιτείας που συνεκλόνισε και κατέκτησε ολοκληρωτικά την καρδιά του άξιου λογοτέχνη.
Πρέπει να ξέρετε κυρίαι και κύριοι πως η φιλολογική ερμηνία των λογοτεχνημάτων βοηθεί τον ίδιο τον δημιουργό να πλησιάση πιο κοντά το έργο του και να λάβει ο ίδιος συνείδηση της ουσίας του.
Καθαρή την αντίθεσι και την πάλη,την συντριβή και την αγγαλίασι της Καλομενοπουλικής μούσας την βρίσκει ο ερμηνευτής στο ''τρεχαντηράκι με πανί'' και στο ποιήμα του ''Ρέθεμνος''.
Στο πρώτο,όπως ακούσατε το τρεχαντηράκι ''παιγνιδίζοντας τριγύρω του σηκώνει θαλασσινά αφρολούλουδα άσπρους ανθούς και κρίνα''.
Αυτό το τρεχαντηράκι συμπυκνώνει όλο το μεγαλείο μιάς τρυφερής ψυχής που πανηγυρίζει,που σκιρτά για το φτάσιμο της.
Πηγή:Τοπικές εφημερίδες της δεκαετίας του '60
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Το παραπάνω κείμενο θα δημοσιευτεί στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΕΘΕΜΝΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου